ειλύω

ειλύω
εἰλύω (Α)
1. περιτυλίσσω, σκεπάζω
2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu- (αρχ. ελλ. Fελυ-), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel- «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού Ησυχίου «γέλουτρον
Fέλυτρον» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. varutra «πανωφόρι». Το θ. Fελυ απαντά στον αόριστο (F) ελύ-σ-θη (πρβλ. λατ. volvō), ενώ το -- στον τ. Fέλῡμα (πρβλ. λατ. volūmen) είναι υστερογενές. Ο ενεστωτικός τ. ειλύω, που θα μπορούσε να αναχθεί πιθ. σε τ. *Fελ-ν-ύ-ω, θεωρείται υστερογενής σχηματισμός από το θ. τού παρακμ. είλυ-μαι (< *-Fλῡ-μαι), που απαντά επίσης και στον μέλλ. ειλῡσω, αόρ. ειλύσαι καθώς και σε πολλούς ονοματικούς τύπους (πρβλ. είλυμα, ειλυθμός, ειλυός κ.λπ.). Με την ίδια ρίζα επίσης συνδέεται πιθ. και ο τ. αλύτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εἰλύω — εἰλύ̱ω , εἰλύω enfold pres subj act 1st sg εἰλύ̱ω , εἰλύω enfold pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλύω — εἰλύ̱ω , εἰλύω enfold pres subj act 1st sg εἰλύ̱ω , εἰλύω enfold pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλύαται — εἰλύω enfold perf ind mp 3rd pl (epic ionic) εἰλύ̱αται , εἰλύω enfold perf ind mp 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴλυνται — εἰλύω enfold perf ind mp 3rd pl (epic) εἴλῡνται , εἰλύω enfold perf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴλυον — εἴλῡον , εἰλύω enfold imperf ind act 3rd pl εἴλῡον , εἰλύω enfold imperf ind act 1st sg εἴλῡον , εἰλύω enfold imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἴλῡον , εἰλύω enfold imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείλυον — ἐπείλῡον , ἐπί εἰλύω enfold imperf ind act 3rd pl ἐπείλῡον , ἐπί εἰλύω enfold imperf ind act 1st sg ἐπείλῡον , ἐπί εἰλύω enfold imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπείλῡον , ἐπί εἰλύω enfold imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλυμένα — εἰλῡμένα , εἰλύω enfold perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰλῡμένᾱ , εἰλύω enfold perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰλῡμένᾱ , εἰλύω enfold perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλύω — ἰλύω (Α) 1. σκεπάζω με λάσπη 2. ειλύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το ουσ. ἰλύς «λάσπη», ενώ με τη δεύτερη είναι άλλος τ. τού ρ. εἰλύω] …   Dictionary of Greek

  • εἰλυμένον — εἰλῡμένον , εἰλύω enfold perf part mp masc acc sg εἰλῡμένον , εἰλύω enfold perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλυμένω — εἰλῡμένω , εἰλύω enfold perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual εἰλῡμένω , εἰλύω enfold perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”